- εὐπάροχος
- εὐ-πάρ-οχος, gern darreichend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ευπάροχος — εὐπάροχος, ον (Μ) 1. (για άλογα) αυτός που χαλιναγωγείται εύκολα, ο πειθήνιος 2. αυτός που παρέχει ελεύθερα τον εαυτό του. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία «αυτός που χαλιναγωγείται εύκολα» < ευ + πάρ οχος (< όχος) με τη σημασία «αυτός που παρέχει… … Dictionary of Greek
εὐπάροχος — submissive masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπάροχον — εὐπάροχος submissive masc/fem acc sg εὐπάροχος submissive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπάροχα — εὐπάροχος submissive neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)